τρυγοδαίμων

τρυγοδαίμων
-ονος, ὁ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί τής λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί τού τ. τρυγῳδός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρυγοδαίμονας — τρυγοδαίμων a poor devil poet. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοδαίμονες — τρυγοδαίμων a poor devil poet. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”