- τρυγοδαίμων
- -ονος, ὁ, Α(στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί τής λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί τού τ. τρυγῳδός*].
Dictionary of Greek. 2013.